στάφνη
Смотреть что такое "στάφνη" в других словарях:
στάφνη — ἡ, Α η στάθμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στάθμη] … Dictionary of Greek
στάφνη — η στάθμη, αλφάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… … Dictionary of Greek
σταφνίζω — Α [στάφνη] μετρώ με τη στάθμη, σταθμίζω … Dictionary of Greek